-
1 уксус
-
2 уксус
у́ксусм τό ξίδι, τό ὅξος. -
3 уксус
[ούκσους] ουσ. α ξίδι -
4 уксус
[ούκσους] ουσ α ξίδι -
5 крепкий
επ., βρ: -пок-πκό, -πκο.1. γερός, σκληρός•крепкий орех σκληρό καρύδι•
-ое дерево σκληρό ξύλο•
-ая ткань γερό ύφασμα•
организм γερός οργανισμός.
|| στερεός, στέρ-γιος, σταθερός, ακούνητος. || μτφ. σίγουρος• πιστός.2. δυνατός, ισχυρός•крепкий ветер σφοδρός άνεμος•
крепкий мороз δυνατό κρύο.
3. πηχτός, μεγάλης ποσότητας ή περιεκτικότητας•крепкий кофе βαρύς καφές•
крепкий раствор ισχυρό διάλυμα•
крепкий уксус δυνατό ξίδι•
крепкий табак βαρύς καπνός•
-ое вино δυνατό κρασί.
εκφρ.- ая дисциплина – γερή πειθαρχία•- ие напитки – οινοπνευματώδη ποτά•-ое слово ή словцо – υβριστική λέξη•- сон – βαθύς ύπνος•крепок на ухо – ο βαρόκοος. -
6 уксус
-а (-у) α. ξίδι, το ξινό, το όξος. -
7 уксусница
-ы θ.το μποκαλάκι με το ξίδι, το οξοδοχείο. -
8 эстрагонный
επ.του δρακοντίου, της δρακοντιάς• από δρακοντιά•эстрагонный лист φύλλο δρακοντιάς•
эстрагонный уксус ξίδι από δρακοντιά.
См. также в других словарях:
ξίδι — το (Μ ξίδι και ξίδιν και ὀξίδιον) ξινό υγρό που παρασκευάζεται από μία ποικιλία ποτών, και ιδίως τού κρασιού, ή άλλων αλκοολούχων διαλυμάτων με οξική ζύμωση η οποία τα μετατρέπει σε υγρά που περιέχουν οξικό οξύ και που χρησιμοποιείται ως… … Dictionary of Greek
ξίδι — το ιού, κρασί που πήρε ξινή γεύση, όξος: Το αψύ ξίδι το αγγείο του χαλάει (παροιμ., ο δύσκολος και δύστροπος τον εαυτό του φθείρει) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξιδιάζω — 1. παρασκευάζω κάτι με ξίδι, βάζω κάτι στο ξίδι, τό κάνω ξινό, τού προσδίδω ξινή γεύση 2. (για κρασί) αλλοιώνομαι, ξινίζω, γίνομαι ξίδι («το κρασί ξίδιασε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίδι. Η γρφ. ξειδιάζω είναι εσφ. (βλ. λ. ξίδι)] … Dictionary of Greek
οξηρός — ὀξηρός, ά, όν (Α) 1. (για αγγείο) αυτός που δέχεται ξίδι, που περιέχει ξίδι («ὀξηρὸν ἄγγος», Σοφ.) 2. ο εμβαπτισμένος μέσα σε οξύ ή μέσα σε ξίδι («σπλήνες ὀξηροί», Ιπποκρ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξηρόν το οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + κατάλ.… … Dictionary of Greek
ξιδάτος — η, ο [ξίδι] 1. (για εδώδιμα) αυτός που παρασκευάζεται με ξίδι ή που έχει διατηρηθεί στο ξίδι («ελιές ξιδάτες») 2. φρ. «διάβολος ξιδάτος» άνθρωπος πολύ πονηρός ή πολύ δύστροπος … Dictionary of Greek
Τούρκος — ο, θηλ. Τούρκα και Τούρκισσα, Ν 1. αυτός που έχει τουρκική καταγωγή, που ανήκει στο τουρκικό έθνος 2. (κατ επέκτ.) μωαμεθανός («γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν αλλάξεις;») 3. μτφ. α) σκληρός και άσπλαχνος άνθρωπος β) πολύ θυμωμένος,… … Dictionary of Greek
ήδος — ἦδος, εος, δωρ. τ. ἆδος, τό (Α) 1. ηδονή, ευφροσύνη, ευχαρίστηση, απόλαυση («ἀλλά τί μοι τῶν ἦδος;» και ποιά ευχαρίστηση έχω από αυτά; Ομ. Ιλ.) 2. ξίδι, όξος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ήδος με τη σημ. «ηδονή, απόλαυση» < ήδομαι, με ομηρική ψίλωση (πρβλ.… … Dictionary of Greek
αλίβας — Όνομα που έδιναν οι αρχαίοι σε ποταμό που βρισκόταν, σύμφωνα με τις θρησκευτικές αντιλήψεις τους, στον Άδη. Από τον ποταμό αυτό ονομάστηκε και η φυλή Αλιβαντίς. Α. λεγόταν και o ιδρυτής της πόλης Μεταπόντιο. Η πόλη αναφέρεται και με τα ονόματα… … Dictionary of Greek
αξίδιαστος — η, ο 1. (για κρασί) αυτός που δεν μετατράπηκε σε ξίδι 2. αυτός που δεν ραντίστηκε με ξίδι … Dictionary of Greek
κάτοξος — κάτοξος, ον (Α) αυτός που περιέχει πολύ ξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὄξος «ξίδι»] … Dictionary of Greek
ξίδιασμα — το [ξιδιάζω] 1. (για εδώδιμα) τοποθέτηση μέσα σε ξίδι, παρασκευή με ξίδι 2. αλλοίωση που υφίστανται οι διάφορες τροφές, ξίνισμα … Dictionary of Greek